χρυσοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>μτφ.</b> [[άτομο]] που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άνθρωπος]] που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. <i>ελεφαντο</i>-<i>θήρας</i>].
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>μτφ.</b> [[άτομο]] που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άνθρωπος]] που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. [[ελεφαντοθήρας]]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1380] ὁ, Goldjäger, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χρυσόν, ζητῶν νὰ εὕρῃ χρυσόν, τοῖς χρυσοθήραις ἄρχουσιν Νικήτ. Χρον. 338Α.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
μτφ. άτομο που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει
νεοελλ.
άνθρωπος που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ελεφαντοθήρας].