ωμόλινος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὠμόλινος]], -ον, ΝΑ<br />κατασκευασμένος από ακατέργαστο [[λινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] «[[λινάρι]]»), [[πρβλ]]. <i>ἀκρό</i>-<i>λινος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὠμόλινος]], -ον, ΝΑ<br />κατασκευασμένος από ακατέργαστο [[λινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] «[[λινάρι]]»), [[πρβλ]]. [[ἀκρόλινος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / ὠμόλινος, -ον, ΝΑ
κατασκευασμένος από ακατέργαστο λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -λινος (< λίνον «λινάρι»), πρβλ. ἀκρόλινος].