φρυγιστί: Difference between revisions
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] στη μουσ.) [[κατά]] τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῖς φρυγιστὶ μέλεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] την φρυγική διάλεκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φρυγία</i> / [[Φρύξ]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ιστί</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] στη μουσ.) [[κατά]] τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῖς φρυγιστὶ μέλεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] την φρυγική διάλεκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φρυγία</i> / [[Φρύξ]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ιστί</i> (<b>πρβλ.</b> [[λυδιστί]], [[μηδιστί]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:11, 8 May 2023
English (LSJ)
Adv., of music, in the Phrygian mode, Pl.R.399a; ἡ Φ. (sc. ἁρμονία) Arist.Pol.1290a21, 1340b5; τὰ Φ. μέλη ib. 1342b6.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la manière des Phrygiens ; selon le mode phrygien.
Étymologie: Φρύξ.
German (Pape)
auf Phrygisch, bes. in phrygischer Mundart, – in phrygischer Tonart, Plat. Rep. III.399a.
Russian (Dvoretsky)
φρῠγιστί: adv. по-фригийски, на фригийский лад Plat., Arst. etc.
Greek (Liddell-Scott)
φρῠγιστί: ἐπίρρ. δηλοῦν τρόπον μουσικῆς, κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 399Α· ἡ φρ. (ἐξυπακ. ἁρμονία) Ἀριστ. Πρβλ. 4. 3, 7., 8. 5, 22· τὰ φρ. μέλη αὐτόθι 8. 7, 10· πρβλ. Φρύγιος Ι. 2.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῖς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.)
2. κατά την φρυγική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. λυδιστί, μηδιστί)].