πιάσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πιάνω]], η [[λήψη]], η [[λαβή]], η [[ανάληψη]], η [[σύλληψη]], το ἁρπαγμα, το [[άδραγμα]] («δύσκολο το [[πιάσιμο]] του ελαφιού με τον βρόχο»)<br /><b>2.</b> αφή, [[άγγιγμα]], [[ψαύση]] («η [[ποιότητα]] του υφάσματος φαίνεται από το [[πιάσιμο]]»)<br /><b>3.</b> το [[ριζοβόλημα]], η [[ρίζωση]] («το [[πιάσιμο]] του δέντρου»)<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]] ή θηλ. ζώο) η [[σύλληψη]], η [[κύηση]], η [[εγκυμοσύνη]], η [[γονιμοποίηση]], η [[κυοφορία]] («[[πιάσιμο]] του παιδιού»)<br /><b>5.</b> [[παράλυση]], μόνιμη ή παροδική [[αναπηρία]] ενός μέλους του σώματος, [[αγκύλωση]] ή [[μούδιασμα]] («δεν μπορεί να κουνηθεί απ' το [[πιάσιμο]]»)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πιασίματα</i><br />οι λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πιασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>πιασ</i>-<i>α</i> του [[πιάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέσ</i>-<i>ιμο</i>, <i>κάψ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πιάνω]], η [[λήψη]], η [[λαβή]], η [[ανάληψη]], η [[σύλληψη]], το ἁρπαγμα, το [[άδραγμα]] («δύσκολο το [[πιάσιμο]] του ελαφιού με τον βρόχο»)<br /><b>2.</b> αφή, [[άγγιγμα]], [[ψαύση]] («η [[ποιότητα]] του υφάσματος φαίνεται από το [[πιάσιμο]]»)<br /><b>3.</b> το [[ριζοβόλημα]], η [[ρίζωση]] («το [[πιάσιμο]] του δέντρου»)<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]] ή θηλ. ζώο) η [[σύλληψη]], η [[κύηση]], η [[εγκυμοσύνη]], η [[γονιμοποίηση]], η [[κυοφορία]] («[[πιάσιμο]] του παιδιού»)<br /><b>5.</b> [[παράλυση]], μόνιμη ή παροδική [[αναπηρία]] ενός μέλους του σώματος, [[αγκύλωση]] ή [[μούδιασμα]] («δεν μπορεί να κουνηθεί απ' το [[πιάσιμο]]»)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πιασίματα</i><br />οι λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πιασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>πιασ</i>-<i>α</i> του [[πιάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> [[δέσιμο]], [[κάψιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πιάνω, η λήψη, η λαβή, η ανάληψη, η σύλληψη, το ἁρπαγμα, το άδραγμα («δύσκολο το πιάσιμο του ελαφιού με τον βρόχο»)
2. αφή, άγγιγμα, ψαύση («η ποιότητα του υφάσματος φαίνεται από το πιάσιμο»)
3. το ριζοβόλημα, η ρίζωση («το πιάσιμο του δέντρου»)
4. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) η σύλληψη, η κύηση, η εγκυμοσύνη, η γονιμοποίηση, η κυοφορίαπιάσιμο του παιδιού»)
5. παράλυση, μόνιμη ή παροδική αναπηρία ενός μέλους του σώματος, αγκύλωση ή μούδιασμα («δεν μπορεί να κουνηθεί απ' το πιάσιμο»)
6. στον πληθ. τα πιασίματα
οι λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ- του αορ. έ-πιασ-α του πιάνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο, κάψιμο)].