οἰκιήτης: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκιήτης]], ιων. τ. και αττ. τ. [[οἰκιάτης]] και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)<br />[[οικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[οἰκιήτης]], ιων. τ. και αττ. τ. [[οἰκιάτης]] και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)<br />[[οικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>πρβλ.</b> [[κωμήτης]], [[λιμνήτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 8 May 2023
English (LSJ)
εω, ὁ, Ion.for οἰκέτης, Pherecyd. ap. D.L.1.122, Ant.Lib. 41.2: Locr., Thess., Arc. ϝοικιάτας, IG9(1).334.44, 9(2).257, 5(2).262.16 (all v B.C.); οἰκιάτης St.Byz. s.v. οἶκος, EM698.11.
German (Pape)
[Seite 301] ὁ, ion. = οἰκέτης; Pherecyd. bei D. L. 1, 122; Hdn. Eust. 468.
Russian (Dvoretsky)
οἰκιήτης: ου ὁ Diog. L. = οἰκέτης I.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκιήτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ οἰκέτης, Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· οἰκιάτης παρὰ Στεφ. Β. ἐν λέξ. οἶκος, Ἐτυμ. Μέγ. 698. 11· πρβλ. πολιήτης.
Greek Monolingual
οἰκιήτης, ιων. τ. και αττ. τ. οἰκιάτης και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)
οικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκία + κατάλ. -ήτης (πρβλ. κωμήτης, λιμνήτης)].