σιχαμερός: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που προκαλεί [[αηδία]] και έντονη [[αποστροφή]], [[αηδιαστικός]], [[αποκρουστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιχαμερά</i> Ν<br />με σιχαμερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίχαμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βροχ</i>-<i>ερός</i>, <i>ζουμ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που προκαλεί [[αηδία]] και έντονη [[αποστροφή]], [[αηδιαστικός]], [[αποκρουστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιχαμερά</i> Ν<br />με σιχαμερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίχαμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> [[βροχερός]], [[ζουμερός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός.
επίρρ...
σιχαμερά Ν
με σιχαμερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχερός, ζουμερός)].