στρέφος: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Δωριείς) «[[στρέμμα]], [[δέρμα]], [[βύρσα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[παραφθορά]] του αρχ. τ. [[στέρφος]] «[[δέρμα]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέρφος]]) από το αμάρτυρο ουδ. [[στρέφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -<i>στρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Δωριείς) «[[στρέμμα]], [[δέρμα]], [[βύρσα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[παραφθορά]] του αρχ. τ. [[στέρφος]] «[[δέρμα]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέρφος]]) από το αμάρτυρο ουδ. [[στρέφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -<i>στρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφιστρεφής]], [[εὐστρεφής]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 8 May 2023
English (LSJ)
στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς, Hsch. (cf. στέρφος, στρέφωσις).
German (Pape)
[Seite 953] τό, = στέρφος, Hesych. στρέμμα, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
στρέφος: -εος, τό, = στρέμμα, «δέρμα βύρσα. Δωριεῖς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «στρέμμα, δέρμα, βύρσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά του αρχ. τ. στέρφος «δέρμα» (βλ. και λ. στέρφος) από το αμάρτυρο ουδ. στρέφος (< στρέφω), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -στρεφής (πρβλ. ἀμφιστρεφής, εὐστρεφής)].