μυρμηκιώ: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α μυρμηκιῶ, -άω)<br />[[πάσχω]] από τη δερματική [[πάθηση]] [[μυρμηκία]], [[αισθάνομαι]] [[μυρμηκίαση]], [[μυρμηγκιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρκηκία</i> «δερματική [[πάθηση]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάω</i>, δηλωτική πάθησης ( | |mltxt=(Α μυρμηκιῶ, -άω)<br />[[πάσχω]] από τη δερματική [[πάθηση]] [[μυρμηκία]], [[αισθάνομαι]] [[μυρμηκίαση]], [[μυρμηγκιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρκηκία</i> «δερματική [[πάθηση]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάω</i>, δηλωτική πάθησης ([[πρβλ]]. [[λαρυγγιάω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 8 May 2023
Greek Monolingual
(Α μυρμηκιῶ, -άω)
πάσχω από τη δερματική πάθηση μυρμηκία, αισθάνομαι μυρμηκίαση, μυρμηγκιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρκηκία «δερματική πάθηση» + κατάλ. -ιάω, δηλωτική πάθησης (πρβλ. λαρυγγιάω)].