ξηρόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξηρόκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει ξηρούς καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ( | |mltxt=[[ξηρόκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει ξηρούς καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[μικρόκαρπος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, bearing dry fruit, Thphr.CP2.8.1 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 279] mit trocknen Früchten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόκαρπος: -ον, ὁ φέρων ξηρὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 1.
Greek Monolingual
ξηρόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει ξηρούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + καρπός (πρβλ. μικρόκαρπος)].