οἰνοχίτων: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰνοχίτων]], -ωνος, ὁ ἡ (Α)<br />καλυμμένος, σκεπασμένος με κλαδιά αμπέλου («οἰνοχίτωνος ἐλαίας», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i> ( | |mltxt=[[οἰνοχίτων]], -ωνος, ὁ ἡ (Α)<br />καλυμμένος, σκεπασμένος με κλαδιά αμπέλου («οἰνοχίτωνος ἐλαίας», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i> ([[πρβλ]]. [[σιδηροχίτων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:49, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ἁ, ἡ, vine-clad, οἰνοχίτωνας ἐλαίας Call.Fr.anon.211; δρύες -χίτωνες ib.158.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχίτων: ὁ, ἡ, ἔχων ὡς χιτῶνα ἄμπελον, κεκαλυμμένος διὰ κλάδων ἀμπέλου, ἐλάται, δρύες, παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οἰνοχίτων, -ωνος, ὁ ἡ (Α)
καλυμμένος, σκεπασμένος με κλαδιά αμπέλου («οἰνοχίτωνος ἐλαίας», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χιτών, -ῶνος (πρβλ. σιδηροχίτων)].