πάμφι: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάμφι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παντάπασι]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶν</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>φι</i>, πιθ. οργανικής πτώσης, που απαντά στη Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (<b>πρβλ.</b> <i>νόσ</i>-<i>φι</i>)].
|mltxt=[[πάμφι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παντάπασι]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶν</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>φι</i>, πιθ. οργανικής πτώσης, που απαντά στη Μυκηναϊκή και στον Όμηρο ([[πρβλ]]. [[νόσφι]])].
}}
}}

Revision as of 08:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφῐ Medium diacritics: πάμφι Low diacritics: πάμφι Capitals: ΠΑΜΦΙ
Transliteration A: pámphi Transliteration B: pamphi Transliteration C: pamfi Beta Code: pa/mfi

English (LSJ)

Adv., = παντάπασι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 455] = πάγχυ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφῐ: Ἐπίρρ., = παντάπασι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

πάμφι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παντάπασι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶν + κατάλ. -φι, πιθ. οργανικής πτώσης, που απαντά στη Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (πρβλ. νόσφι)].