φριξός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει ανασηκωθεί από το [[ρίγος]] («[[τρίχες]] φριξαί», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρίξ]], <i>φρικός</i> «[[ανατρίχιασμα]], [[ρίγος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥυ</i>-<i>σός</i>, <i>φο</i>-<i>ξός</i>, <i>χέρ</i>-<i>σος</i>)].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει ανασηκωθεί από το [[ρίγος]] («[[τρίχες]] φριξαί», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρίξ]], <i>φρικός</i> «[[ανατρίχιασμα]], [[ρίγος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σος</i> ([[πρβλ]]. [[ῥυσός]], [[φοξός]], [[χέρσος]])].
}}
}}

Revision as of 10:22, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φριξός Medium diacritics: φριξός Low diacritics: φριξός Capitals: ΦΡΙΞΟΣ
Transliteration A: phrixós Transliteration B: phrixos Transliteration C: friksos Beta Code: frico/s

English (LSJ)

ή, όν, A standing on end, bristling, τρίχες Arist.Phgn.809b 25, 812b28. II φρῖξος, ὁ, Comic name for the genius or demon of shivering, AP9.617.

German (Pape)

[Seite 1307] emporstehend, -starrend, bes. vom Haare, Arist. physiogn. 5. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se hérisse, hérissé.
Étymologie: φρίσσω.

Russian (Dvoretsky)

φριξός: стоящий дыбом, взъерошенный (τρίχες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φριξός: -ή, -όν, ὁ ἐν φρικιάσει διατελῶν, ἀνωρθωμένος, τρίχες φριξαὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 8., 6, 41. ΙΙ. φρῖξος, ὁ, κωμικὸν ὄνομα τοῦ θεοῦ ἢ τοῦ δαίμονος τοῦ φόβου καὶ τοῦ τρόμου, Ἀνθ. Π. 9. 617.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει ανασηκωθεί από το ρίγοςτρίχες φριξαί», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -σος (πρβλ. ῥυσός, φοξός, χέρσος)].