ραπίς: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(36) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥαπίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> φοινικοειδές [[φυτό]] της Άπω Ανατολής<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> νηματοειδές [[τμήμα]] του [[πυρήνα]] τών κυττάρων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ράβδος]], [[ραβδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] υποδήματος, [[κρηπίς]]<br /><b>2.</b> δωρ. τ. του [[ῥαφίς]]<br /><b>3.</b> [[γογγυλίς]], [[είδος]] λάχανου, δανκί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[ῥαπίς]] συνδέεται με το ρ. [[ῥαπίζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[ραπίζω]]) και, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει, κατ' [[απόσπαση]], από σύνθ. τύπους με β' συνθετικό -<i>ρραπις</i> ( | |mltxt=η / [[ῥαπίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> φοινικοειδές [[φυτό]] της Άπω Ανατολής<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> νηματοειδές [[τμήμα]] του [[πυρήνα]] τών κυττάρων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ράβδος]], [[ραβδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] υποδήματος, [[κρηπίς]]<br /><b>2.</b> δωρ. τ. του [[ῥαφίς]]<br /><b>3.</b> [[γογγυλίς]], [[είδος]] λάχανου, δανκί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[ῥαπίς]] συνδέεται με το ρ. [[ῥαπίζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[ραπίζω]]) και, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει, κατ' [[απόσπαση]], από σύνθ. τύπους με β' συνθετικό -<i>ρραπις</i> ([[πρβλ]]. [[εύρραπις]], [[χρυσόρραπις]]) και διατήρησε την κατάλ. -<i>ις</i> που απαντά [[κυρίως]] σε σύνθ. λ. (<b>πρβλ.</b> <i>άν</i>-<i>αλκ</i>-<i>ις</i>, <i>ίππ</i>-<i>ουρ</i>-<i>ις</i>). Έχει προταθεί, [[επίσης]], η [[σύνδεση]] της λ. [[ῥαπίς]] με τη λ. [[ῥάβδος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ράβδος]]). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η σημ. της λ., [[αφού]] μόνο στον <b>Ησύχ.</b> και στον <b>Φώτ.</b> η λ. [[ῥαπίς]] έχει σημ. «[[ράβδος]]», ενώ παραδίδονται και άλλες σημ. οι οποίες θα μας οδηγούσαν στη [[σύνδεση]] με άλλους τύπους όπως [[ῥαφίς]] ή [[ῥάπυς]] / [[ῥάφανος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[ραπίζω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:41, 8 May 2023
Greek Monolingual
η / ῥαπίς, -ίδος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. βοτ. φοινικοειδές φυτό της Άπω Ανατολής
2. ανατ. νηματοειδές τμήμα του πυρήνα τών κυττάρων
μσν.-αρχ.
ράβδος, ραβδί
αρχ.
1. είδος υποδήματος, κρηπίς
2. δωρ. τ. του ῥαφίς
3. γογγυλίς, είδος λάχανου, δανκί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥαπίς συνδέεται με το ρ. ῥαπίζω (βλ. λ. ραπίζω) και, κατά μία άποψη, έχει προέλθει, κατ' απόσπαση, από σύνθ. τύπους με β' συνθετικό -ρραπις (πρβλ. εύρραπις, χρυσόρραπις) και διατήρησε την κατάλ. -ις που απαντά κυρίως σε σύνθ. λ. (πρβλ. άν-αλκ-ις, ίππ-ουρ-ις). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση της λ. ῥαπίς με τη λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η σημ. της λ., αφού μόνο στον Ησύχ. και στον Φώτ. η λ. ῥαπίς έχει σημ. «ράβδος», ενώ παραδίδονται και άλλες σημ. οι οποίες θα μας οδηγούσαν στη σύνδεση με άλλους τύπους όπως ῥαφίς ή ῥάπυς / ῥάφανος (βλ. και λ. ραπίζω)].