οστρακίνδα: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀστρακίνδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> παίζοντας με όστρακο, [[παιχνίδι]] [[κατά]] το οποίο δύο ομάδες παικτών έριχναν [[ψηλά]] ένα όστρακο, δηλ. πήλινο [[θραύσμα]] αγγείου, βαμμένο με [[πίσσα]] από τη μία [[πλευρά]] και, ανάλογα με το ποια ήταν η [[επάνω]] [[επιφάνεια]] [[μετά]] την [[πτώση]] του, η αντίστοιχη [[ομάδα]] τών παικτών καταδίωκε την [[άλλη]], αλλ. [[περιστροφή]] οστράκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ( | |mltxt=[[ὀστρακίνδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> παίζοντας με όστρακο, [[παιχνίδι]] [[κατά]] το οποίο δύο ομάδες παικτών έριχναν [[ψηλά]] ένα όστρακο, δηλ. πήλινο [[θραύσμα]] αγγείου, βαμμένο με [[πίσσα]] από τη μία [[πλευρά]] και, ανάλογα με το ποια ήταν η [[επάνω]] [[επιφάνεια]] [[μετά]] την [[πτώση]] του, η αντίστοιχη [[ομάδα]] τών παικτών καταδίωκε την [[άλλη]], αλλ. [[περιστροφή]] οστράκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ([[πρβλ]]. [[κρυπτίνδα]]). Η [[άποψη]] ότι ο τ. [[ὀστρακίνδα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οστρακο</i>-<i>κίνδα</i>) [[είναι]] σύνθ. από το [[ὄστρακον]] και το ρ. <i>κινῶ</i> δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὀστρακίνδα (Α)
επίρρ. παίζοντας με όστρακο, παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες παικτών έριχναν ψηλά ένα όστρακο, δηλ. πήλινο θραύσμα αγγείου, βαμμένο με πίσσα από τη μία πλευρά και, ανάλογα με το ποια ήταν η επάνω επιφάνεια μετά την πτώση του, η αντίστοιχη ομάδα τών παικτών καταδίωκε την άλλη, αλλ. περιστροφή οστράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτίνδα). Η άποψη ότι ο τ. ὀστρακίνδα (< οστρακο-κίνδα) είναι σύνθ. από το ὄστρακον και το ρ. κινῶ δεν θεωρείται πιθανή].