παντογνώστης: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. παντογνώστρια<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει τα [[πάντα]], [[πάνσοφος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Παντογνώστης</i><br />[[προσωνυμία]] του Θεού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνώστης]] (<b>πρβλ.</b> <i>αρχαιο</i>-[[γνώστης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=ο, θηλ. παντογνώστρια<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει τα [[πάντα]], [[πάνσοφος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Παντογνώστης</i><br />[[προσωνυμία]] του Θεού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνώστης]] ([[πρβλ]]. [[αρχαιογνώστης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:57, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. παντογνώστρια
1. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, πάνσοφος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντογνώστης
προσωνυμία του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + γνώστης (πρβλ. αρχαιογνώστης). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].