σμιλιωτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μηλιωτός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σμιλίου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σμιλιωτός]]<br />[[είδος]] φυτού, ο [[κοπίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμιλίον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=και [[μηλιωτός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σμιλίου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σμιλιωτός]]<br />[[είδος]] φυτού, ο [[κοπίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμιλίον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[οδοντωτός]])].
}}
}}

Revision as of 15:05, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλιωτός Medium diacritics: σμιλιωτός Low diacritics: σμιλιωτός Capitals: ΣΜΙΛΙΩΤΟΣ
Transliteration A: smiliōtós Transliteration B: smiliōtos Transliteration C: smiliotos Beta Code: smiliwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A shaped like a σμιλίον, Heliod. ap. Orib.46.11.17; written μηλιωτός in Paul.Aeg.6.90. II = κοπίσκος, a kind of λίβανος, Dsc.1.68.

German (Pape)

[Seite 911] wie eine σμίλη gestaltet, Chir. vett.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλιωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σμιλίου, Ἡλιόδ. ἐν Χειρουγ. Cocch. 94, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 6. 91.

Greek Monolingual

και μηλιωτός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου
2. το αρσ. ως ουσ.σμιλιωτός
είδος φυτού, ο κοπίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].