σμιλιωτός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μηλιωτός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σμιλίου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σμιλιωτός]]<br />[[είδος]] φυτού, ο [[κοπίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμιλίον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ( | |mltxt=και [[μηλιωτός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σμιλίου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σμιλιωτός]]<br />[[είδος]] φυτού, ο [[κοπίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμιλίον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[οδοντωτός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 8 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, A shaped like a σμιλίον, Heliod. ap. Orib.46.11.17; written μηλιωτός in Paul.Aeg.6.90. II = κοπίσκος, a kind of λίβανος, Dsc.1.68.
German (Pape)
[Seite 911] wie eine σμίλη gestaltet, Chir. vett.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑλιωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σμιλίου, Ἡλιόδ. ἐν Χειρουγ. Cocch. 94, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 6. 91.
Greek Monolingual
και μηλιωτός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σμιλιωτός
είδος φυτού, ο κοπίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].