ὀθονιακός: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀθονιακός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὀθονιακός]]<br />ο [[έμπορος]] υφασμάτων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀθονιακόν</i><br />[[φόρος]] που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀθόνη]] / [[ὀθόνιον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ιακός]])].
|mltxt=[[ὀθονιακός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὀθονιακός]]<br />ο [[έμπορος]] υφασμάτων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀθονιακόν</i><br />[[φόρος]] που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀθόνη]] / [[ὀθόνιον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] ([[πρβλ]]. [[σεληνιακός]])].
}}
}}

Revision as of 15:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀθονιακός Medium diacritics: ὀθονιακός Low diacritics: οθονιακός Capitals: ΟΘΟΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: othoniakós Transliteration B: othoniakos Transliteration C: othoniakos Beta Code: o)qoniako/s

English (LSJ)

ὁ, A dealer in ὀθόνη, POxy.933.33 (ii A. D.), IGRom.4.246 (Alexandria Troas), PLips.39.3 (iv A. D.), Dig.50.4.18.12. II ὀθονιακόν, τό, tax on cloth, πραγματευτὴς ὀθονιακοῦ Sammelb. 5941.3 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀθονιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀθόνιον ἀνήκων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀθονιακός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο ένδυμα
2. το αρσ. ως ουσ.ὀθονιακός
ο έμπορος υφασμάτων
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀθονιακόν
φόρος που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη / ὀθόνιον + κατάλ. -ιακός (πρβλ. σεληνιακός)].