ψηλαφίνδα: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) [[είδος]] ομαδικού παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψηλαφῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ([[πρβλ]]. <i>κρυπτ</i>-[[ίνδα]])].
|mltxt=ἡ, Α<br />([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) [[είδος]] ομαδικού παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψηλαφῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ([[πρβλ]]. [[κρυπτίνδα]])].
}}
}}

Revision as of 16:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηλᾰφίνδᾰ Medium diacritics: ψηλαφίνδα Low diacritics: ψηλαφίνδα Capitals: ΨΗΛΑΦΙΝΔΑ
Transliteration A: psēlaphínda Transliteration B: psēlaphinda Transliteration C: psilafinda Beta Code: yhlafi/nda

English (LSJ)

παίζειν, play blind-man's-buff, Phryn.PSp.128B (-ίνδρα cod.).

German (Pape)

[Seite 1397] adv., gew. mit παίζειν, ein Spiel, wie unser Blindekuh spielen, wobei Einer mit verbundenen Augen einen Andern in der Gesellschaft greifen, u., wenn er ihn ergriffen hat, nennen muß, Phryn. in B. A. 73.

Greek (Liddell-Scott)

ψηλᾰφίνδᾰ: παίζειν, παιδιά τις ὁμοία πρὸς τὴν κοινῶς «τυφλομῦγαν», «ψηλαφίνδα: παιδιά τίς ἐστιν, ἑνός τινος δεδεμένου τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τοὺς ἐν κύκλῳ ψηλαφῶντος καὶ λέγοντος τοὔνομα» Α. Β. 73, 18.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) είδος ομαδικού παιχνιδιού, η τυφλόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτίνδα)].