μισθοκαρπία: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισθοκαρπία]], ἡ (Α)<br />μισθωμένη [[επικαρπία]] πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[καρπία]] μέσω ενός αμάρτυρου <i>μισθόκαρπος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μισθοκαρπία]], ἡ (Α)<br />μισθωμένη [[επικαρπία]] πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[καρπία]] μέσω ενός αμάρτυρου <i>μισθόκαρπος</i> ([[πρβλ]]. [[κακοκαρπία]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:15, 8 May 2023
English (LSJ)
ἡ, leased usufruct, PLips.10 ii 9 (iii A. D.).
Greek Monolingual
μισθοκαρπία, ἡ (Α)
μισθωμένη επικαρπία πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -καρπία μέσω ενός αμάρτυρου μισθόκαρπος (πρβλ. κακοκαρπία)].