μισθοκαρπία: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισθοκαρπία]], ἡ (Α)<br />μισθωμένη [[επικαρπία]] πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[καρπία]] μέσω ενός αμάρτυρου <i>μισθόκαρπος</i> ([[πρβλ]]. <i>κακο</i>-[[καρπία]])].
|mltxt=[[μισθοκαρπία]], ἡ (Α)<br />μισθωμένη [[επικαρπία]] πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[καρπία]] μέσω ενός αμάρτυρου <i>μισθόκαρπος</i> ([[πρβλ]]. [[κακοκαρπία]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοκαρπία Medium diacritics: μισθοκαρπία Low diacritics: μισθοκαρπία Capitals: ΜΙΣΘΟΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: misthokarpía Transliteration B: misthokarpia Transliteration C: misthokarpia Beta Code: misqokarpi/a

English (LSJ)

ἡ, leased usufruct, PLips.10 ii 9 (iii A. D.).

Greek Monolingual

μισθοκαρπία, ἡ (Α)
μισθωμένη επικαρπία πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -καρπία μέσω ενός αμάρτυρου μισθόκαρπος (πρβλ. κακοκαρπία)].