πλευροκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω / πλευροκοπῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />επιτίθεμαι από τα [[πλευρά]] σε στρατιωτικό [[τμήμα]] ή σε οχυρωμένη [[θέση]], [[προσβάλλω]] τα [[πλευρά]] στρατιωτικού σχηματισμού του εχθρού<br /><b>αρχ.</b><br />[[χτυπώ]] κάποιον στα [[πλευρά]] («πλευροκοπῶν δίχ' ἀνερρήγνυ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλο</i>-[[κοπώ]], <i>σφυρο</i>-[[κοπώ]]].
|mltxt=-άω / πλευροκοπῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />επιτίθεμαι από τα [[πλευρά]] σε στρατιωτικό [[τμήμα]] ή σε οχυρωμένη [[θέση]], [[προσβάλλω]] τα [[πλευρά]] στρατιωτικού σχηματισμού του εχθρού<br /><b>αρχ.</b><br />[[χτυπώ]] κάποιον στα [[πλευρά]] («πλευροκοπῶν δίχ' ἀνερρήγνυ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[ξυλοκοπώ]], [[σφυροκοπώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:39, 9 May 2023

Greek Monolingual

-άω / πλευροκοπῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού του εχθρού
αρχ.
χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ' ἀνερρήγνυ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκοπώ, σφυροκοπώ].