πλευρότρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]] «[[χτυπώ]], [[τραυματίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>τρωτος</i>, <i>νευρό</i>-<i>τρωτος</i>].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]] «[[χτυπώ]], [[τραυματίζω]]»), [[πρβλ]]. [[καρδιότρωτος]], [[νευρότρωτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 9 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + τρωτός (< τιτρώσκω «χτυπώ, τραυματίζω»), πρβλ. καρδιότρωτος, νευρότρωτος].