ὑάγχη: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑάγχη]], ΝΑ<br />[[νόσος]] του λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, [[φλεγμονή]] του βλεννογόνου του οπίσθιου τμήματος του στόματος και του λάρυγγα<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[οξύς]] [[πόνος]] του λαιμού, [[κυνάγχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὗς</i> «[[χοίρος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>άγχη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγχω]]), | |mltxt=η / [[ὑάγχη]], ΝΑ<br />[[νόσος]] του λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, [[φλεγμονή]] του βλεννογόνου του οπίσθιου τμήματος του στόματος και του λάρυγγα<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[οξύς]] [[πόνος]] του λαιμού, [[κυνάγχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὗς</i> «[[χοίρος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>άγχη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγχω]]), [[πρβλ]]. [[κυνάγχη]], [[χοιράγχη]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 9 May 2023
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, (ὗς, ἄγχω) angina with external swellings like those in scrofula, Cael.Aur.CP3.1: v. κυν-άγχη.
German (Pape)
[Seite 1167] ἡ, die Bräune bei Schweinen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑάγχη: ἡ, (ὗς ἄγχω) νόσος τοῦ λαιμοῦ τῶν χοίρων, angina· καθόλου δέ, δεινὸς λαιμόπονος ἢ κατάρρους τοῦ λαιμοῦ, συνάγχη, πρβλ. Plin. N. H. 8. 51 καὶ ἴδε κυνάγχη.
Greek Monolingual
η / ὑάγχη, ΝΑ
νόσος του λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή του βλεννογόνου του οπίσθιου τμήματος του στόματος και του λάρυγγα
αρχ.
(γενικά) οξύς πόνος του λαιμού, κυνάγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + -άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυνάγχη, χοιράγχη].