ντύσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ντύνω]], [[ένδυση]] ή [[κάλυψη]] με ρούχα<br /><b>2.</b> [[επένδυση]], [[επικάλυψη]] («[[ντύσιμο]] βιβλίου»)<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών ενδυμάτων ή ο [[τρόπος]] με τον οποίο ντύνεται [[κανείς]], [[περιβολή]] (α. «δεν προσέχει το ντύσιμό της» β. «της αρέσει το κομψό [[ντύσιμο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ντύσ</i>- του [[ντύνω]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>έ</i>-<i>ντυσ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πλύσ</i>-<i>ιμο</i>].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ντύνω]], [[ένδυση]] ή [[κάλυψη]] με ρούχα<br /><b>2.</b> [[επένδυση]], [[επικάλυψη]] («[[ντύσιμο]] βιβλίου»)<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών ενδυμάτων ή ο [[τρόπος]] με τον οποίο ντύνεται [[κανείς]], [[περιβολή]] (α. «δεν προσέχει το ντύσιμό της» β. «της αρέσει το κομψό [[ντύσιμο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ντύσ</i>- του [[ντύνω]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>έ</i>-<i>ντυσ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i>, [[πρβλ]]. [[πλύσιμο]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ντύνω, ένδυση ή κάλυψη με ρούχα
2. επένδυση, επικάλυψηντύσιμο βιβλίου»)
3. το σύνολο τών ενδυμάτων ή ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κανείς, περιβολή (α. «δεν προσέχει το ντύσιμό της» β. «της αρέσει το κομψό ντύσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ντύσ- του ντύνω (πρβλ. αόρ. έ-ντυσ-α) + κατάλ. -ιμο, πρβλ. πλύσιμο].