πολυπλεκής: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />πολύ [[περίπλοκος]] («[[πολυπλεκεστέρα]] [[μοχθηρία]]», Μιχ. Ακομ.)<br /><b>αρχ.</b><br />πλεγμένος πολλές φορές («πολυπλεκεῖς δεσμοί», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκος]], <i>τὸ</i> «[[πλέγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>συμ</i>-<i>πλεκής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />πολύ [[περίπλοκος]] («[[πολυπλεκεστέρα]] [[μοχθηρία]]», Μιχ. Ακομ.)<br /><b>αρχ.</b><br />πλεγμένος πολλές φορές («πολυπλεκεῖς δεσμοί», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκος]], <i>τὸ</i> «[[πλέγμα]]»), [[πρβλ]]. [[συμπλεκής]]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπλεκής Medium diacritics: πολυπλεκής Low diacritics: πολυπλεκής Capitals: ΠΟΛΥΠΛΕΚΗΣ
Transliteration A: polyplekḗs Transliteration B: polyplekēs Transliteration C: polyplekis Beta Code: poluplekh/s

English (LSJ)

ές, = πολύπλεκτος (tangled, with many convolutions, much-tangled), δεσμοί Nonn. D. 42.452.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
μσν.
πολύ περίπλοκοςπολυπλεκεστέρα μοχθηρία», Μιχ. Ακομ.)
αρχ.
πλεγμένος πολλές φορές («πολυπλεκεῖς δεσμοί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλεκής (< πλέκος, τὸ «πλέγμα»), πρβλ. συμπλεκής].