σπηλαιόβιος: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) αυτός που κατοικεί [[μέσα]] σε σπήλαια, [[τρωγλοδύτης]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) αυτός που ζει [[μέσα]] σε σπήλαια, [[τρωγλόβιος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σπηλαιόβια [[πανίδα]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών ζωικών οργανισμών που ζουν στα σπήλαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπήλαιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>υδρό</i>-<i>βιος</i>].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) αυτός που κατοικεί [[μέσα]] σε σπήλαια, [[τρωγλοδύτης]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) αυτός που ζει [[μέσα]] σε σπήλαια, [[τρωγλόβιος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σπηλαιόβια [[πανίδα]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών ζωικών οργανισμών που ζουν στα σπήλαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπήλαιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[υδρόβιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. (για άνθρωπο) αυτός που κατοικεί μέσα σε σπήλαια, τρωγλοδύτης
2. (για ζώο) αυτός που ζει μέσα σε σπήλαια, τρωγλόβιος
3. φρ. «σπηλαιόβια πανίδα»
βιολ. το σύνολο τών ζωικών οργανισμών που ζουν στα σπήλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + -βιος (< βίος), πρβλ. υδρόβιος].