ταυρόπρῳρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που ως [[διακόσμηση]] της πλώρης έχει ένα [[κεφάλι]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρῳρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]] «[[πλώρη]]»), | |mltxt=-ον, Α<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που ως [[διακόσμηση]] της πλώρης έχει ένα [[κεφάλι]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρῳρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]] «[[πλώρη]]»), [[πρβλ]]. [[βούπρῳρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, having a bull on the prow, as figurehead, πλοῖον Sch.Lyc.1292.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πλοίο) αυτός που ως διακόσμηση της πλώρης έχει ένα κεφάλι ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. βούπρῳρος].