τρίχορδος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχορδος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] χορδές<br /><b>2.</b> (τα ουδ. ως ουσ.) <i>το τρίχορδο</i><br />μουσικό όργανο με [[τρεις]] χορδές, η [[πανδούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), | |mltxt=-η, -ο / [[τρίχορδος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] χορδές<br /><b>2.</b> (τα ουδ. ως ουσ.) <i>το τρίχορδο</i><br />μουσικό όργανο με [[τρεις]] χορδές, η [[πανδούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), [[πρβλ]]. [[τετράχορδος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 10 May 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, of three strings or with three strings, βάρβιτος Anaxil.15 (but Poll.4.60 gives τρίχορδον as the name of the instrument); τρίχορδα (sc. ποιήματα) Plu.2.1137b (ὀλιγόχορδα cj. Volkmann).
German (Pape)
[Seite 1150] dreisaitig, von, mit drei Saiten, βάρβιτος, Anaxil. bei Ath. IV, 183 b; τὸ τρίχορδον, ein mit drei Saiten bezogenes Tonwerkzeug, Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois cordes.
Étymologie: τρεῖς, χορδή.
Russian (Dvoretsky)
τρίχορδος: (ῐ) трехструнный (λύρα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τρίχορδος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς χορδάς, βαρβίτους τριχόρδους... ἐξηρτυόμαν Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 2 (ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ)· λύρα Πλούτ. 2. 1137Β.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίχορδος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις χορδές
2. (τα ουδ. ως ουσ.) το τρίχορδο
μουσικό όργανο με τρεις χορδές, η πανδούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. τετράχορδος].