υδρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / ὑδρόβιος, -ον, ΝΜ<br />αυτός που ζει [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «υδρόβιοι οργανισμοί» — οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται [[μέσα]] στα θαλάσσια και στα [[γλυκά]] νερά, [[καθώς]] και στις περιοχές που βρέχονται από νερά<br />β) «υδρόβια φυτά»<br /><b>βοτ.</b> i) φυτά τα οποία [[είναι]] προσαρμοσμένα να ζουν σε πλημμυρισμένα εδάφη ή εν μέρει ή πλήρως βυθισμένα στο [[νερό]]<br />ii) [[κατηγορία]] [[φυτών]], σύμφωνα με ορισμένο [[σύστημα]] ταξινόμησης, τα οποία έχουν τους οφθαλμούς τους βυθισμένους στο [[νερό]] και με αυτόν τον τρόπο κατορθώνουν να επιβιώνουν σε δυσμενείς περιόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βῖος</i>) <b>πρβλ.</b> <i>ὀρεσί</i>-<i>βιος</i>].
|mltxt=-α, -ο / ὑδρόβιος, -ον, ΝΜ<br />αυτός που ζει [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «υδρόβιοι οργανισμοί» — οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται [[μέσα]] στα θαλάσσια και στα [[γλυκά]] νερά, [[καθώς]] και στις περιοχές που βρέχονται από νερά<br />β) «υδρόβια φυτά»<br /><b>βοτ.</b> i) φυτά τα οποία [[είναι]] προσαρμοσμένα να ζουν σε πλημμυρισμένα εδάφη ή εν μέρει ή πλήρως βυθισμένα στο [[νερό]]<br />ii) [[κατηγορία]] [[φυτών]], σύμφωνα με ορισμένο [[σύστημα]] ταξινόμησης, τα οποία έχουν τους οφθαλμούς τους βυθισμένους στο [[νερό]] και με αυτόν τον τρόπο κατορθώνουν να επιβιώνουν σε δυσμενείς περιόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βῖος</i>) [[πρβλ]]. [[ὀρεσίβιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 10 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑδρόβιος, -ον, ΝΜ
αυτός που ζει μέσα στο νερό
νεοελλ.
φρ. α) «υδρόβιοι οργανισμοί» — οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται μέσα στα θαλάσσια και στα γλυκά νερά, καθώς και στις περιοχές που βρέχονται από νερά
β) «υδρόβια φυτά»
βοτ. i) φυτά τα οποία είναι προσαρμοσμένα να ζουν σε πλημμυρισμένα εδάφη ή εν μέρει ή πλήρως βυθισμένα στο νερό
ii) κατηγορία φυτών, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα ταξινόμησης, τα οποία έχουν τους οφθαλμούς τους βυθισμένους στο νερό και με αυτόν τον τρόπο κατορθώνουν να επιβιώνουν σε δυσμενείς περιόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -βιος (< βῖος) πρβλ. ὀρεσίβιος].