ὀξυλαβής: Difference between revisions
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυλαβής]], -ές (Α)<br />(για αετό) αυτός που συλλαμβάνει [[κάτι]] [[γρήγορα]], [[αρπακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- <i>του [[λαμβάνω]], <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i>), | |mltxt=[[ὀξυλαβής]], -ές (Α)<br />(για αετό) αυτός που συλλαμβάνει [[κάτι]] [[γρήγορα]], [[αρπακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- <i>του [[λαμβάνω]], <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[μεσολαβής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, quick at seizing, of the eagle, Arist.HA619b29.
German (Pape)
[Seite 353] ές, schnell fassend, ergreifend, Arist. H. A. 9, 34, vom Adler.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠλᾰβής: быстро хватающий, хваткий (ἀετός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠλᾰβής: -ές, ὁ ταχὺς εἰς τὸ λαμβάνειν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3. ― ὀξύλᾰβος, ον, Εὐστ. 1753. 50.
Greek Monolingual
ὀξυλαβής, -ές (Α)
(για αετό) αυτός που συλλαμβάνει κάτι γρήγορα, αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -λαβής (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαβ-ον), πρβλ. μεσολαβής].