ὀρείκτιτος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρείκτιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί στα όρη, [[βουνήσιος]], [[ορεινός]] («[[ὀρείκτιτος]] σῡς». <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>κτιτος</i>].
|mltxt=[[ὀρείκτιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί στα όρη, [[βουνήσιος]], [[ορεινός]] («[[ὀρείκτιτος]] σῡς». <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), [[πρβλ]]. [[θεόκτιτος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρείκτῐτος Medium diacritics: ὀρείκτιτος Low diacritics: ορείκτιτος Capitals: ΟΡΕΙΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: oreíktitos Transliteration B: oreiktitos Transliteration C: oreiktitos Beta Code: o)rei/ktitos

English (LSJ)

ον, dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.

English (Slater)

ὀρείκτιτος mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.

Greek Monolingual

ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινόςὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεόκτιτος].

Russian (Dvoretsky)

ὀρείκτῐτος: Pind. v.l. = ὀρικτίτης.

German (Pape)

auf Bergen erbaut, s. ὀρικτίτης.