ῥιζόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιζόφυλλος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ [[χαμηλά]], από τη [[ρίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριζόφυλλο</i><br />[[φύλλο]] που βλαστάνει από τη [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>γωνιό</i>-<i>φυλλος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιζόφυλλος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ [[χαμηλά]], από τη [[ρίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριζόφυλλο</i><br />[[φύλλο]] που βλαστάνει από τη [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), [[πρβλ]]. [[γωνιόφυλλος]]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζόφυλλος Medium diacritics: ῥιζόφυλλος Low diacritics: ριζόφυλλος Capitals: ΡΙΖΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: rhizóphyllos Transliteration B: rhizophyllos Transliteration C: rizofyllos Beta Code: r(izo/fullos

English (LSJ)

ον, with leaves from the root, Thphr. HP6.4.9, 7.11.3.

German (Pape)

[Seite 843] mit Blättern an, von der Wurzel, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζόφυλλος: -ον, ὁ φύων φύλλα ἀπὸ τῆς ῥίζης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥιζόφυλλος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο
φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιόφυλλος].