ὑπόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόρριζος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει βαθιές ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπόρριζο]]<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ή αλγεβρική [[παράσταση]] που γράφεται [[κάτω]] από το [[σύμβολο]] της ρίζας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> δευτερεύουσα [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>σύ</i>-<i>ρριζος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόρριζος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει βαθιές ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπόρριζο]]<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ή αλγεβρική [[παράσταση]] που γράφεται [[κάτω]] από το [[σύμβολο]] της ρίζας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> δευτερεύουσα [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), [[πρβλ]]. [[σύρριζος]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρριζος Medium diacritics: ὑπόρριζος Low diacritics: υπόρριζος Capitals: ΥΠΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: hypórrizos Transliteration B: hyporrizos Transliteration C: yporrizos Beta Code: u(po/rrizos

English (LSJ)

ον, (πίζα) A under or below the root (sc. navel), Arist.HA 493a18. II with piece of root attached, Thphr.HP2.1.3, CP1.2.2. III Subst. ὑπόρριζον, τό, secondary root, Dsc.1.11.

German (Pape)

unter der Wurzel, Arist. H.A. 1.13; – mit einer Wurzel versehen, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόρριζος: находящийся под корнем Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ὑπὸ τὴν ῥίζαν, ὑποκάτω τῆς ῥίζης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. ΙΙ. ἐρριζωμένος, κάτωθεν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3, περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο της ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύρριζος].