Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικάρδιο: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[οροϊνώδης]] [[θύλακος]] που περιβάλλει την [[καρδιά]] και αποτελείται από δύο στιβάδες, μία [[κατά]] [[βάθος]] σε άμεση [[επαφή]] με το [[μυοκάρδιο]] και μία επιφανειακή, ινώδη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ορογόνο [[περικάρδιο]]»<br /><b>ανατ.</b> η εν τω βάθει [[στιβάδα]] του περικαρδίου, με δύο πέταλα που περιλαμβάνουν μια σχισμοειδή [[κοιλότητα]] στο επίπεδο της οποίας ολισθαίνουν το ένα [[επάνω]] στο [[άλλο]], το οποίο καλύπτει την [[καρδιά]] επεκτεινόμενο [[μέχρι]] τα μεγάλα αγγεία<br />β) «ινώδες [[περικάρδιο]]» — η επιφανειακή [[στιβάδα]] του περικαρδίου, το οποίο επενδύει εξωτερικά το ορογόνο [[περικάρδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pericardium</i> <span style="color: red;"><</span> [[περικάρδιος]]).
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[οροϊνώδης]] [[θύλακος]] που περιβάλλει την [[καρδιά]] και αποτελείται από δύο στιβάδες, μία [[κατά]] [[βάθος]] σε άμεση [[επαφή]] με το [[μυοκάρδιο]] και μία επιφανειακή, ινώδη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ορογόνο [[περικάρδιο]]»<br /><b>ανατ.</b> η εν τω βάθει [[στιβάδα]] του περικαρδίου, με δύο πέταλα που περιλαμβάνουν μια σχισμοειδή [[κοιλότητα]] στο επίπεδο της οποίας ολισθαίνουν το ένα [[επάνω]] στο [[άλλο]], το οποίο καλύπτει την [[καρδιά]] επεκτεινόμενο [[μέχρι]] τα μεγάλα αγγεία<br />β) «ινώδες [[περικάρδιο]]» — η επιφανειακή [[στιβάδα]] του περικαρδίου, το οποίο επενδύει εξωτερικά το ορογόνο [[περικάρδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pericardium</i> <span style="color: red;"><</span> [[περικάρδιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανατ. οροϊνώδης θύλακος που περιβάλλει την καρδιά και αποτελείται από δύο στιβάδες, μία κατά βάθος σε άμεση επαφή με το μυοκάρδιο και μία επιφανειακή, ινώδη
2. φρ. α) «ορογόνο περικάρδιο»
ανατ. η εν τω βάθει στιβάδα του περικαρδίου, με δύο πέταλα που περιλαμβάνουν μια σχισμοειδή κοιλότητα στο επίπεδο της οποίας ολισθαίνουν το ένα επάνω στο άλλο, το οποίο καλύπτει την καρδιά επεκτεινόμενο μέχρι τα μεγάλα αγγεία
β) «ινώδες περικάρδιο» — η επιφανειακή στιβάδα του περικαρδίου, το οποίο επενδύει εξωτερικά το ορογόνο περικάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pericardium < περικάρδιος].