πεζογράφος: Difference between revisions
From LSJ
ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεζογράφος:''' (ᾰ) ὁ пишущий прозой, прозаик Diog. L. | |elrutext='''πεζογράφος:''' (ᾰ) ὁ [[пишущий прозой]], [[прозаик]] Diog. L. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:12, 11 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, prose-writer, D.L.4.15, Sch.E.Hec.795, al.
German (Pape)
[Seite 542] Prosa schreibend, Schol. Pind. P. 1, 181.
Russian (Dvoretsky)
πεζογράφος: (ᾰ) ὁ пишущий прозой, прозаик Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πεζογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ πεζὸς συγγραφεύς, Διογ. Λ. 4. 15· ― πεζογραφέω, γράφω ἐν πεζῷ λόγῳ, αὐτόθι· ― πεζογραφία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, Εὐστ. 1753. 29.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο συγγραφέας πεζών και ιδίως λογοτεχνικών έργων, σε αντιδιαστολή με τον συγγραφέα έμμετρων έργων, τον ποιητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -γράφος].