Δεκέλεια: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Δεκέλεια:''' ион. [[Δεκελέη]] ἡ Декелия (дем в атт. филе Ὑπποθωντίς) Her., Thuc., Xen., Dem. | |elrutext='''Δεκέλεια:''' ион. [[Δεκελέη]] ἡ [[Декелия]] (дем в атт. филе Ὑπποθωντίς) Her., Thuc., Xen., Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:20, 11 May 2023
English (LSJ)
Ion. -έη, ἡ, a place in Attica, Hdt., etc.:—Δεκελεύς, έως, ὁ, a Decelean, Hdt.9.73; but Δεκελειεύς Inscrr. Att., as IG2.660, al.; Δεκελ-εεύς ib.2.1247, al.: Adj. Δεκελεικός, ή, όν, Decelean, ὁ Δ. πόλεμος, name given to the latter part of the Pelop. war, Isoc.8.37, etc. Advbs. Δεκελεῆθεν from D., Hdt. l. c.; Δεκελ-ειόθεν Lys.23.2: Δεκελείᾱσιν at D., Isoc.8.84: Δεκελείαζε to D., St.Byz.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): Δεκελέη Hdt.9.15, 73
Decelia demo ático de la tribu hipotoóntide, situado en la vía de Atenas a Oropo, Hdt.ll.cc., Th.6.93, 7.19, And.Myst.101, Lys.14.30, Isoc.16.10, D.21.146, 24.128, X.HG 1.1.33, 2.3.3, Str.9.1.20, Paus.3.8.6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Décélie, dème attique de la tribu Hippothoontide.
Russian (Dvoretsky)
Δεκέλεια: ион. Δεκελέη ἡ Декелия (дем в атт. филе Ὑπποθωντίς) Her., Thuc., Xen., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
Δεκέλεια: Ἰων. –έη, ἡ, δῆμος τῆς Ἀττικῆς τῆς φυλῆς Ἱπποθωντίδος, Ἡρόδ., κλ.· - Δεκελεύς, έως, ὁ, κάτοικος τῆς Δεκελείας, Ἡρόδ. 9. 73· ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. καὶ Δεκελειεὺς καὶ Δεκελεεύς, Meisterh. 42. καὶ 44· ἐπίθ. Δεκελεικός, ή, όν, ὁ ἐκ Δεκελείας, ὁ Δ. πόλεμος, ὄνομα διδόμενον εἰς τὸ τελευταῖον μέρος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, Ἰσοκρ. 166D, κτλ.- Ἐπίρρ. Δεκελεῆθεν, ἐκ Δ., Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ.· - ειόθεν, Λυσ. 166. 35· - Δεκελείᾱσιν, ἐν Δ., Ἰσοκρ. 175Ε· -είαζε, εἰς Δ., Στέφ. Β.
Greek Monotonic
Δεκέλεια: Ιων. -έη, ἡ, τοποθεσία της Αττικής γης, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· Δεκελεύς, -έως, ὁ, κάτοικος της Δεκελείας, στον ίδ.· επίρρ. Δεκελεῆθεν, από τη Δεκέλεια, στον ίδ.