προαύλιο: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(34) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[προαύλιον]], ΝΜΑ<br />ο [[χώρος]] [[μπροστά]] από την [[αυλή]] («ἐξήλθεν ἔξω εἰς τὸ [[προαύλιον]] καὶ [[ἀλέκτωρ]] ἐφώνησε», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αυλή]] και ο [[χώρος]] [[μπροστά]] σε [[οικοδόμημα]] («το [[προαύλιο]] του σχολείου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>τὰ προαύλια</i><br />η [[μέρα]] [[πριν]] από τον γάμο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα επαύλια<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανοιχτός]] [[χώρος]] [[μπροστά]] σε [[μάντρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αύλιο</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]]), | |mltxt=το / [[προαύλιον]], ΝΜΑ<br />ο [[χώρος]] [[μπροστά]] από την [[αυλή]] («ἐξήλθεν ἔξω εἰς τὸ [[προαύλιον]] καὶ [[ἀλέκτωρ]] ἐφώνησε», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αυλή]] και ο [[χώρος]] [[μπροστά]] σε [[οικοδόμημα]] («το [[προαύλιο]] του σχολείου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>τὰ προαύλια</i><br />η [[μέρα]] [[πριν]] από τον γάμο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα επαύλια<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανοιχτός]] [[χώρος]] [[μπροστά]] σε [[μάντρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αύλιο</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]]), [[πρβλ]]. [[επαύλιον]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 11 May 2023
Greek Monolingual
το / προαύλιον, ΝΜΑ
ο χώρος μπροστά από την αυλή («ἐξήλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε», ΚΔ)
νεοελλ.
η αυλή και ο χώρος μπροστά σε οικοδόμημα («το προαύλιο του σχολείου»)
μσν.
πληθ. τὰ προαύλια
η μέρα πριν από τον γάμο, σε αντιδιαστολή προς τα επαύλια
αρχ.
ανοιχτός χώρος μπροστά σε μάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -αύλιο (< αὐλή), πρβλ. επαύλιον].