τραχηλάγρα: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b> [[είδος]] λαβίδας με την οποία συλλαμβάνεται και έλκεται ο [[τράχηλος]] της μήτρας [[κατά]] τη [[διάρκεια]] γυναικολογικών επεμβάσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[επιδίωξη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]]].
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b> [[είδος]] λαβίδας με την οποία συλλαμβάνεται και έλκεται ο [[τράχηλος]] της μήτρας [[κατά]] τη [[διάρκεια]] γυναικολογικών επεμβάσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[επιδίωξη]]»), [[πρβλ]]. [[ποδάγρα]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. είδος λαβίδας με την οποία συλλαμβάνεται και έλκεται ο τράχηλος της μήτρας κατά τη διάρκεια γυναικολογικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -αγρα (< ἄγρα «κυνήγι, επιδίωξη»), πρβλ. ποδάγρα].