παραγράψιμος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παραγράψιμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο [[αδίκημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραγράφω]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. [[παραγράφω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>περιγράψ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[παραγράψιμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο [[αδίκημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραγράφω]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. [[παραγράφω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[περιγράψιμος]])].
}}
}}

Revision as of 15:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγράψῐμος Medium diacritics: παραγράψιμος Low diacritics: παραγράψιμος Capitals: ΠΑΡΑΓΡΑΨΙΜΟΣ
Transliteration A: paragrápsimos Transliteration B: paragrapsimos Transliteration C: paragrapsimos Beta Code: paragra/yimos

English (LSJ)

ον, exceptionable, S.E.M.7.170.

German (Pape)

[Seite 475] ον, wogegen sich excipiren läßt, d. i. unstatthaft, verwerflich, Sext. Emp. adv. math. 7, 170.

Russian (Dvoretsky)

παραγράψιμος: подлежащий устранению, негодный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

παραγράψῐμος: -ον, καθ’ οὗ δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἔνστασις, ἀπορρίψιμος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 170.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραγράψιμος, -ον, ΝΑ
αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο αδίκημα»)
αρχ.
αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγράφω (πρβλ. μέλλ. παραγράφω) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. περιγράψιμος)].