ποδίκροτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κάνει κρότο [[καθώς]] κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον [[ἅμμα]] καθάψας», Ανθ. Πλαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποδί</i>, δοτ. του [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κάνει κρότο [[καθώς]] κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον [[ἅμμα]] καθάψας», Ανθ. Πλαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποδί</i>, δοτ. του [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] ([[πρβλ]]. [[ιππόκροτος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:57, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδίκροτος Medium diacritics: ποδίκροτος Low diacritics: ποδίκροτος Capitals: ΠΟΔΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: podíkrotos Transliteration B: podikrotos Transliteration C: podikrotos Beta Code: podi/krotos

English (LSJ)

ον, clanking on the feet, ἅμμα APl.1.15*.

German (Pape)

[Seite 643] mit den Füßen schlagend, stampfend? – Aber ἅμμα ist = an die Füße angeschmiedet, Beinschelle, Ep. ad. 413 (Plan. 15 *).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne autour des pieds.
Étymologie: πούς, κροτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ποδίκροτος: -ον, ὁ συγκεκολλημένος εἰς τοὺς πόδας, ἅμμα Ἀνθ. Πλαν. 15.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει κρότο καθώς κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον ἅμμα καθάψας», Ανθ. Πλαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδί, δοτ. του πούς, ποδός + κρότος (πρβλ. ιππόκροτος)].

Greek Monotonic

ποδίκροτος: -ον, αυτός που έχει ενωμένα πόδια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποδί-κροτος, ον,
welded to the feet, Anth.