Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πορθμέας: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πορθμεύς]], -έως, ιων. γεν. πορθμῆος, ΝΜΑ<br />αυτός που διαπορθμεύει, που έχει ως [[επάγγελμα]] τη [[μεταφορά]] ανθρώπων με [[πορθμείο]] στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Χάρωνα) αυτός που μετέφερε τις ψυχές τών [[νεκρών]]<br /><b>2.</b> [[ναύτης]] επιβατηγού πλοίου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που μεταφέρει, που μεταδίδει («πορθμεὺς τῶν καθ' ἡμέραν λεγομένων», Λιβάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορθμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λογ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=ο / [[πορθμεύς]], -έως, ιων. γεν. πορθμῆος, ΝΜΑ<br />αυτός που διαπορθμεύει, που έχει ως [[επάγγελμα]] τη [[μεταφορά]] ανθρώπων με [[πορθμείο]] στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Χάρωνα) αυτός που μετέφερε τις ψυχές τών [[νεκρών]]<br /><b>2.</b> [[ναύτης]] επιβατηγού πλοίου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που μεταφέρει, που μεταδίδει («πορθμεὺς τῶν καθ' ἡμέραν λεγομένων», Λιβάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορθμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[λογεύς]])].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 16:00, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο / πορθμεύς, -έως, ιων. γεν. πορθμῆος, ΝΜΑ
αυτός που διαπορθμεύει, που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων με πορθμείο στην απέναντι όχθη ή ακτή
αρχ.
1. (για τον Χάρωνα) αυτός που μετέφερε τις ψυχές τών νεκρών
2. ναύτης επιβατηγού πλοίου
3. μτφ. αυτός που μεταφέρει, που μεταδίδει («πορθμεὺς τῶν καθ' ἡμέραν λεγομένων», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθμός + κατάλ. -εύς (πρβλ. λογεύς)].

Translations

ferryman

Chinese Mandarin: 渡船夫; Dutch: veerman; Finnish: lautturi; French: batelier; German: Fährmann, Ferge; Greek: πορθμέας, βαρκάρης; Ancient Greek: πορθμεύς; Hebrew: מַעְבּוֹרַאי‎; Hungarian: révész; Icelandic: ferjumaður; Italian: traghettatore; Macedonian: скелеџија; Portuguese: balseiro; Romanian: luntraș, barcagiu; Russian: паромщик; Serbo-Croatian Cyrillic: скелеђија, скелеџија; Roman: skeleđija, skelédžija; Spanish: barquero, balsero; Volapük: lovenafan, hilovenafan, jilovenafan