λογεύς
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A speaker, Critias 54 D., Plu.2.813a.
II prose writer, Sch. D.T.pp.114,119 H.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
orateur.
Étymologie: λόγος.
German (Pape)
ὁ, = λογιεύς, nach Poll. 2.122 bei Critias = ῥήτωρ, vgl. Plut. reip. ger. pr. 15 E.; nach B.A. 658 ἱστορικοί, φιλόσοφοι, ἰατροί, ὅσους ἐν τῷ χορῷ τῶν λογίων τιθέναι δίκαιον; vgl. Lobeck zu Phryn. 255.
Russian (Dvoretsky)
λογεύς: έως ὁ оратор Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λογεύς: ὁ, ὁ λέγων, ὁμιλητής, ἀγορητής, Πλούτ. 2. 813Α· λογιεύς, Κριτίας παρὰ Πολυδ. Β΄, 122. ΙΙ. πεζογράφος, Α. Β. 658. 667.
Greek Monolingual
λογεύς, ὁ (Α) λόγος
1. ομιλητής, ρήτορας
2. ο πεζογράφος («λογεῖς δὲ λέγουσι τοὺς ἱστορικοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ἰατροὺς καὶ ὅσους ἐν τῷ χορῷ τῶν λογίων τιθέναι δίκαιον», Σχόλ. Διον. Περιηγ·).