πορφυρόπεζα: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />αυτή που έχει πορφυρή [[ταινία]] στον ποδόγυρο του φορέματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]] «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αργυρό</i>-<i>πεζα</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br />αυτή που έχει πορφυρή [[ταινία]] στον ποδόγυρο του φορέματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]] «[[πόδι]]» ([[πρβλ]]. [[αργυρόπεζα]])].
}}
}}

Revision as of 16:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρόπεζα Medium diacritics: πορφυρόπεζα Low diacritics: πορφυρόπεζα Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΠΕΖΑ
Transliteration A: porphyrópeza Transliteration B: porphyropeza Transliteration C: porfyropeza Beta Code: porfuro/peza

English (LSJ)

ἡ, purple-edged, Tryph.66.

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, purpurfüßig, Tryphiod. 66.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόπεζα: ἡ, ἔχουσα πορφυρᾶν τὴν ἄκραν, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 66.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αυτή που έχει πορφυρή ταινία στον ποδόγυρο του φορέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + πέζα «πόδι» (πρβλ. αργυρόπεζα)].