πολύϊππος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος [[υἱόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] «[[άλογο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>φίλ</i>-<i>ιππος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος [[υἱόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] «[[άλογο]]» ([[πρβλ]]. [[φίλιππος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύϊππος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πολύϊππος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 16:05, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊππος Medium diacritics: πολύϊππος Low diacritics: πολύϊππος Capitals: ΠΟΛΥΪΠΠΟΣ
Transliteration A: polýïppos Transliteration B: poluippos Transliteration C: polyippos Beta Code: polu/i+ppos

English (LSJ)

ον, rich in horses, Il.13.171, D.P.308, Tryph.171.

German (Pape)

[Seite 663] viele Pferde habend; Il. 13, 171; Schol. Aesch. Pers. 799.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chevaux nombreux.
Étymologie: πολύς, ἵππος.

Russian (Dvoretsky)

πολύϊππος: обладающий множеством коней (Μέντορος υἱός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊππος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἵππους, Ἰλ. Ν. 171, Διον. Π. 308.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλιππος)].

Greek Monotonic

πολύϊππος: -ον, πλούσιος σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.