πτωτός: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να πέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτω</i>- του [[πίπτω]] (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[πίπτω]], [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. ( | |mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να πέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτω</i>- του [[πίπτω]] (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[πίπτω]], [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. ([[πρβλ]]. [[τρωτός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 11 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, apt to fall, fallen, Hdn.Gr.2.943, Hsch.
German (Pape)
[Seite 812] fallend, hinfällig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πτωτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ πέσῃ, ὁ πίπτων, Ἡρωδιαν. π. μον. λέξ. σ. 38, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- του πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ-, βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ. (πρβλ. τρωτός)].