προόδους: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-οντος, ο, η, ΝΑ<br />αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], -<i>όντος</i> ( | |mltxt=-οντος, ο, η, ΝΑ<br />αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], -<i>όντος</i> ([[πρβλ]]. [[μονόδους]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 11 May 2023
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, with prominent teeth, Poll.2.96 cod.A: also προ-όδων, Phot., Eust.1872.33; written προώδων Phryn. PSp.101 B.
German (Pape)
[Seite 737] οντος, mit vorstehenden Zähnen, Poll. 2, 96; s. auch προώδων.
Greek (Liddell-Scott)
προόδους: όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, Πολυδ. Β΄, 96. ― ὡσαύτως προώδων, -οντος, Α. Β. 58, κτλ.· προόδων Εὐστ. 1872. 33, Φώτ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 248.
Greek Monolingual
-οντος, ο, η, ΝΑ
αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀδούς, -όντος (πρβλ. μονόδους)].