προβατήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(34)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρόβατο]] ή αυτός που προέρχεται από [[πρόβατο]], [[πρόβειος]] («προβατήσιο [[γάλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκυλ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρόβατο]] ή αυτός που προέρχεται από [[πρόβατο]], [[πρόβειος]] («προβατήσιο [[γάλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[σκυλήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («προβατήσιο γάλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σκυλήσιος)].