προχοΐδα: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(35) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[προχοΐς]], -[[ίδος]], ΝΑ<br />(στην αρχαιολ.) μικρή [[πρόχους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] ογκομετρικών αναλύσεων για τη [[μέτρηση]] του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίχυση]], το να ρίχνει [[κανείς]] [[υγρό]] [[πάνω]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόχους]] / [[πρόχοος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ( | |mltxt=η / [[προχοΐς]], -[[ίδος]], ΝΑ<br />(στην αρχαιολ.) μικρή [[πρόχους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] ογκομετρικών αναλύσεων για τη [[μέτρηση]] του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίχυση]], το να ρίχνει [[κανείς]] [[υγρό]] [[πάνω]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόχους]] / [[πρόχοος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[κορωνίς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 11 May 2023
Greek Monolingual
η / προχοΐς, -ίδος, ΝΑ
(στην αρχαιολ.) μικρή πρόχους
νεοελλ.
χημ. όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια κατά τη διεξαγωγή ογκομετρικών αναλύσεων για τη μέτρηση του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων
αρχ.
επίχυση, το να ρίχνει κανείς υγρό πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορωνίς)].