σιδηροκόλεος: Difference between revisions
From LSJ
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[μαχαίρι]]) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο [[θηκάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κολεός]] «[[θηκάρι]]» ( | |mltxt=-ον, Α<br />(για [[μαχαίρι]]) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο [[θηκάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κολεός]] «[[θηκάρι]]» ([[πρβλ]]. [[σκυτοκόλεος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:11, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, iron-sheathed, μάχαιρα PCair.Zen.54.41 (iii B.C.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για μαχαίρι) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο θηκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κολεός «θηκάρι» (πρβλ. σκυτοκόλεος)].