σεληνῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / σεληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[λουναρία]] της οικογένειας βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[γλήχωμα]] [[φυτό]], ο [[χαμαίκισσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμ</i>-<i>ῖτις</i>)].
|mltxt=η / σεληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[λουναρία]] της οικογένειας βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[γλήχωμα]] [[φυτό]], ο [[χαμαίκισσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[ποταμῖτις]])].
}}
}}
{{elmes
{{elmes

Revision as of 16:14, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνῖτις Medium diacritics: σεληνῖτις Low diacritics: σεληνίτις Capitals: ΣΕΛΗΝΙΤΙΣ
Transliteration A: selēnîtis Transliteration B: selēnitis Transliteration C: selinitis Beta Code: selhni=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,= χαμαίκισσος, Ps.-Dsc.4.37.

Spanish

hiedra terrestre

Greek Monolingual

η / σεληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λουναρία της οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
το γνωστό με τη λόγια ονομασία γλήχωμα φυτό, ο χαμαίκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ῖτις (πρβλ. ποταμῖτις)].

Léxico de magia

ἡ bot. hiedra terrestre λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco P IV 2360

German (Pape)

fem. zu σεληνίτης.