σκώρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δωρ. τ. [[σκώρ]], γεν. σκατός, τὸ, Α<br />[[περίττωμα]], [[αποπάτημα]], [[σκατό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>ke</i>-<i>r</i>- «[[κόπρος]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>mu</i>-<i>scerda</i>, αρχ. νορβ. <i>skarn</i>, χεττιτ. <i>šakar</i>, <i>šaknaš</i>) και εμφανίζει [[εναλλαγή]] <i>r</i> / <i>n</i> στο [[επίθημα]] τών τ. της ονομ. [[σκῶρ]] και της γεν. <i>σκατός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκ</i>-<i>n</i>-<i>τος</i>), αντίστοιχα (<b>πρβλ.</b> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>). Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι ο τ. [[σκῶρ]] εμφανίζει στην ονομ. και αιτ. μακρό φωνηεντισμό -<i>ωρ</i>- στο [[επίθημα]] -<i>γ</i>- [[αντί]] της αναμενόμενης συνεσταλμένης βαθμίδας -<i>αρ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἧπ</i>-<i>αρ</i>)].
|mltxt=δωρ. τ. [[σκώρ]], γεν. σκατός, τὸ, Α<br />[[περίττωμα]], [[αποπάτημα]], [[σκατό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>ke</i>-<i>r</i>- «[[κόπρος]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>mu</i>-<i>scerda</i>, αρχ. νορβ. <i>skarn</i>, χεττιτ. <i>šakar</i>, <i>šaknaš</i>) και εμφανίζει [[εναλλαγή]] <i>r</i> / <i>n</i> στο [[επίθημα]] τών τ. της ονομ. [[σκῶρ]] και της γεν. <i>σκατός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκ</i>-<i>n</i>-<i>τος</i>), αντίστοιχα (<b>πρβλ.</b> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>). Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι ο τ. [[σκῶρ]] εμφανίζει στην ονομ. και αιτ. μακρό φωνηεντισμό -<i>ωρ</i>- στο [[επίθημα]] -<i>γ</i>- [[αντί]] της αναμενόμενης συνεσταλμένης βαθμίδας -<i>αρ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἧπαρ]])].
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 16:15, 11 May 2023

French (Bailly abrégé)

σκατός (τό) :
excrément.
Étymologie: pour *σκαρτ ; cf. ἥπαρ pour *ἥπαρτ ; lat. stercus.

Greek Monolingual

δωρ. τ. σκώρ, γεν. σκατός, τὸ, Α
περίττωμα, αποπάτημα, σκατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)ke-r- «κόπρος» (πρβλ. λατ. mu-scerda, αρχ. νορβ. skarn, χεττιτ. šakar, šaknaš) και εμφανίζει εναλλαγή r / n στο επίθημα τών τ. της ονομ. σκῶρ και της γεν. σκατός (< σκ-n-τος), αντίστοιχα (πρβλ. ὕδωρ, ὕδατος). Χαρακτηριστικό είναι ότι ο τ. σκῶρ εμφανίζει στην ονομ. και αιτ. μακρό φωνηεντισμό -ωρ- στο επίθημα -γ- αντί της αναμενόμενης συνεσταλμένης βαθμίδας -αρ- (πρβλ. ἧπαρ)].

Translations

excrement

Arabic: غَائِط‎, بِرَاز‎, خَرَاء‎, خِرَاء‎; Armenian: կղկղանք; Azerbaijani: nəcis; Balinese: tai; Belarusian: спаражнення, экскрыменты, кал, фекаліі; Bulgarian: изпражнение, фекалии, екскременти; Burmese: မစင်, ချေး, အညစ်အကြေး; Catalan: femta; Chinese Cantonese: 屎; Dungan: дафын, сы; Mandarin: 大便, 屎, 糞, 粪; Czech: výkal, stolice; Danish: ekskrement, afføring; Dutch: uitwerpselen; Esperanto: feko, ekskremento; Fijian: dā; Finnish: lanta, uloste; French: excrément; Galician: excremento; Gamilaraay: guna; Georgian: ექსკრემენტები, ფეკალია, განავალი; German: Ausscheidungen, Kot; Greek: περίττωμα; Ancient Greek: ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἀπόψυγμα, ἀφόδευμα, ἀφόδημα, ἄφοδος, ἀφόρδιον, βόβλιτον, βόλβιθος, βόλβιτον, βόλβυθον, διαφόρημα, διαχώρημα, ἔκπατος, κόπρανα, κοπρία, κόπριον, κόπρος, μίνθος, ὄνθος, προχώρημα, σκύβαλον, σκῶρ, σπατίλη, χέσμα; Gujarati: ગૂ, હગાર, હંગણ, છી; Higaonon: ta-i; Hindi: टट्टी, मल, गू, गूह, गुह, गोबर, पाखाना, विष्ठा; Hawaiian: kūkae; Hungarian: ürülék; Ido: exkremento; Indonesian: tahi; Italian: escremento; Japanese: 便, 大便, うんこ, うんち, 糞; Javanese: tai; Khmer: គូទ, វច្ច, ឧច្ចារ, លាមក; Korean: 똥, 뒤, 대변; Lao: ອາຈົມ, ອຸດຈາຣະ, ຂີ້; Latin: fimum, egeries, stercus; Lü: ᦃᦲᧉ; Macedonian: измет, екскремент; Malay: air besar, tahi, tinja; Malayalam: മലം, തീട്ടം, കാട്ടം; Maori: tūtae, hamuti, paru, paranga, karaweta, paraweta; Mongolian: баас, шээс; Navajo: chąąʼ; Ngarrindjeri: kunar; Norwegian Bokmål: avføring; Nynorsk: avføring; Ojibwe: moo; Old East Slavic: говьно; Oromo: udaan; Pitjantjatjara: kuna; Plautdietsch: Kak; Polish: kał, ekskrementy, odchody; Portuguese: excremento, fezes; Quechua: q'awa, aka; Romagnol: càca; Romanian: excrement, materii fecale, fecale; Russian: кал, экскременты, испражнения, фекалии; Samoan: tae; Sanskrit: गूथ; Serbo-Croatian Cyrillic: екскремент, измет; Roman: ekskrement, izmet, izmetine; Slovak: výkal; Slovene: blato, iztrebek, izloček; Spanish: excremento; Swedish: avföring; Tausug: tai; Tedim Chin: eek; Tetum: teen; Thai: อาจม, อุจจาระ, ขี้; Tocharian B: weṃts; Turkish: dışkı; Ukrainian: випорожнення, екскременти, кал, фекалії; Uzbek: najas, axlat; Vietnamese: phân, cứt; Warlpiri: kuna; Zazaki: gi; Zhuang: haex